- δωδεκόμφαλος
- δωδεκόμφᾰλος, ον,A with twelve knobs,
πόπανον IG22.1367
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόπανον IG22.1367
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek